Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβώτωρ — ἐπιβώτωρ, ο (Α) ο βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώτωρ (< βόσκω)] … Dictionary of Greek
ἐπιβώτορι — ἐπιβώτωρ shepherd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)